Καλοκαίρι

Έρχεσαι στην Ελλάδα για διακοπές. Είναι καλοκαίρι. Η θερινή ραστώνη κάνει βουτιά στο υποδόριο άγχος που έχει διαποτίσει την κοινωνία.

Η αλλαγή πλέον είναι εμφανής. Τη βλέπεις παντού. Όπου σταθείς, σε όποια παρέα και να καθίσεις, σε όποιο μαγαζί και να βρεθείς, στη δουλειά, στην οικογένεια. Ο Έλληνας, πέρασε ένα μεγάλο κομμάτι των τελευταίων 20 ετών, χωρίς να μιλάει πολιτικά. Έχασε προσδιορισμό και πρόγραμμα, απώλεσε την ικανότητα να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από το όραμα και την ιδεολογία. Και τα αποτελέσματα, ήταν εμφανή στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.

Αλλά δεν θα σου πω γι' αυτά σήμερα.

Θα σου πω για τον τουρίστα. Τον τουρίστα που έρχεται κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα και που χρόνο με το χρόνο, αυτές τις αλλαγές τις βιώνει με διαφορετικό τρόπο. Αλλαγές που ίσως τελικά δώσουν μια πνοή, μια ελπίδα, στον πολυτάραχο τουρισμό της χώρας μας. Τον τουρισμό που αποτελεί πυλώνα στήριξης, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και εν γένει της εικόνας που έχουν οι Ευρωπαίοι, και όχι μόνο, για τον κυρ- Στάθη και την κυρα-Πελαγία.

Ο καλός πιστός τουρίστας, ερχόταν κάθε χρόνο λοιπόν στην Ελλάδα. Ο κυρ-Στάθης τον περίμενε κάθε φορά στο αεροδρόμιο με το αυτοκίνητό του. Κάθε δεύτερο χρόνο και πιο αναβαθμισμένο. Τον παραλάμβανε από τις αφίξεις και τον πήγαινε στο παραθαλάσσιο εξοχικό του. Κάθε χρόνο και πιο ανακαινισμένο. Κάθε δεύτερο χρόνο και με μια καινούρια προσθήκη. Μια πέργκολα που κατέληξε με σκεπή. Μια μικρή λιμνούλα που μεταμορφώθηκε σε τζακούζι αλλά κατέληξε πισίνα. Οι επιδοτήσεις έβγαζαν πολλά. Και ο κυρ-Στάθης, έπαιρνε τη μια μετά την άλλη. Και έσπερνε τη μια μετά την άλλη. Άσχετα με την ποιότητα της σοδειάς. Ο καλός πιστός τουρίστας, εντυπωσιαζόταν, αλλά όχι με την καλή έννοια. Έβρισκε περιττές τις σπατάλες. Ο κυρ-Στάθης όμως, καλυτέρευε τη ζωή του. Και έκανε και όνειρα για τα παιδιά του. Όνειρα όμως χωρίς προγραμματισμό, δεν έχουν υπόσταση.

Η κυρα-Πελαγία, νυχοβαμμένη, κομμωτηριασμένη, με τις σινιέ τουαλέτες και την κουζίνα άθικτη, πρόσχαρη και με ελαφρύ τουπέ, περιέφερε κάθε χρόνο τον τουρίστα μας στα πιο ακριβά εστιατόρια, εκδηλώσεις και κοσμικά. Ο τουρίστας μας είχε ακούσει για μια φιλόξενη Ελλάδα, μια Ελλάδα που δεν μετρούσε έξοδα αλλά μετρούσε λούσα.

Είχε δυο χρόνια να έρθει ξανά ο τουρίστας. Κάτι οι δουλειές, κάτι οι υποχρεώσεις, δεν τον άφησαν να κάνει τις πολυπόθητες διακοπές στον ήλιο και τη θάλασσα. Φέτος τα κατάφερε. Ο κυρ-Στάθης τον είχε ειδοποιήσει να πάρει ταξί γιατί το χειμώνα κατέθεσε τις πινακίδες. Η κυρα-Πελαγία είχε πιάσει από νωρίς να ετοιμάζει τη διπλή κουκέτα στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο που διέθεταν πλέον, γιατί “περίσσευε” και δεν ήξεραν πως να αποπληρώσουν τα διάφορα χαράτσια αν δεν το ενοικίαζαν. Τα βράδια με τις εξόδους και τις χλιδές, τις σπατάλες και την κομπορρημοσύνη, αντικαταστάθηκαν από απογεύματα και βράδια βεγγέρας, όπως τότε, πριν το 80', με φίλους στον κήπο και στην αυλή. Ο κήπος πλέον δεν έβγαζε μόνο τριαντάφυλλα και διαφόρων μορφών και σχημάτων θάμνους, αλλά ντομάτες, μελιτζάνες και κάθε είδους λαχανικό. Τον είχε αναλάβει ο κυρ-Στάθης. Και οι συζητήσεις, με απόψεις πολιτικές, όραμα και ορίζοντα, ελπίδα.


Και να δεις, που ο τουρίστας μας, φέτος, εντυπωσιάστηκε περισσότερο από ποτέ. Διάβασε τους ανθρώπους, σαν ανοιχτές σελίδες. Είδε την αλλαγή, το “ξεμπρόστιασμα” ενός Έλληνα που τόσα χρόνια τον νόμιζε στείρο και νωχελικό. Θαύμασε το χαμόγελο, την απλότητα και την μυρωδιά της παρέας και της γειτονιάς, μιας Ελλάδας που παρόλο που είχε επισκεφθεί πολλάκις, δεν είχε καταφέρει να νοιώσει την συνάφεια και την αυθεντικότητά της.

Το κείμενό μου αυτό δημοσιεύτηκε πριν 2 χρόνια σε διαδικτυακή εφημερίδα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Δρόμος (2005)

Το νησί μου

Άνομοι