Κεραυνός εν αιθρία!


Ο Ανήλικος έφτανε.. Βγήκε στην κουπαστή του πλοίου για να δει την νέα μέρα που τον έφερνε όλο και πιο κοντά στην Ιταλία και σε μια περίοδο διαβάσματος, όπως τις είχε συνηθίσει τόσα χρόνια. Δεν σκεφτόταν τις μέρες που έφυγαν. Είχε πει ότι θα κάνει την αναδρομή του όταν πια εγκατασταθεί και πάλι στο σπίτι. Για την ώρα, ακόμα ταξίδευε..

Στη διαδρομή, σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό του. Σκέψεις για τους οδηγούς που πετάγονταν σαν σφήνες, σκέψεις για τα παιδιά που γνώρισε στα Γιάννενα, σκέψεις για την εγγύτητα και την οικειότητα που μπορεί να αναπτυχθεί μέσω διαδικτύου και σκέψεις για την προσωπική του ζωή.

Είχε καιρό να ενθουσιαστεί. Είχε καιρό να νοιώσει κόμπο στο στομάχι μετά από κάποια γνωριμία. Είχε καιρό να μη μπορεί να πάρει τη σκέψη του από κάποιο άτομο ούτε για μια στιγμή. Ακούγοντας κάποιο τραγούδι στο αυτοκίνητο, συμφώνησε με τον στίχο "εκεί μου κλήρωσε ο έρωτας, το λόττο". Επανήλθε στη σκέψη του η θεωρία περί "όλα έχουν ένα σκοπό στη ζωή μας" και αναλογίστηκε πως εντάξει, τα Χριστούγεννα θα γυρίζει πάλι πίσω έχοντας κάποια μαθήματα στο τσεπάκι του, μικραίνοντας την απόσταση απ' το πτυχίο.

Στη διαδρομή ο ήλιος έλαμπε. Όσο πλησίαζε όμως στην πόλη ένα απειλητικό μαύρο και βαρύ σύννεφο έσκυβε βαρύ πάνω απ' το σημείο που θα τελείωνε τη διαδρομή του. Οι πρώτες ψιχάλες, βαριές και ηχηρές, έπεφταν στο παρμπρίζ και στον καθρέφτη έβλεπε πίσω την κατάθλιψη να προσπαθεί να τον προλάβει για να γαντζωθεί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου.

Τελικά έφτασε, το ταξίδι τελείωσε και η πραγματικότητα τον περίμενε μέσα στο σπίτι. Ένα σπίτι βρώμικο, σκονισμένο, αλλά τουλάχιστον δροσερό. Άδειασε το αυτοκίνητο, έβαλε την πραμάτεια στο ψυγείο σαν καλός Έλληνας φοιτητής του εξωτερικού και τακτοποίησε τα ρούχα. Συνδέθηκε με το διαδίκτυο, μίλησε λίγο με φίλους και γνωστούς και έπεσε σε βαρύ λήθαργο..

Γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησε. Είδε ότι πριν από λίγα λεπτά του είχε κάνει αναπάντητη το παιδί που μιλούσαν απ' το νετ. Του έκανε κι αυτός. Με τα λίγα τα πολλά συναντήθηκαν λίγο αργότερα. Η πρώτη εντύπωση άριστη. Μιλήσανε, τα είπανε, γέλασαν και νύσταξαν. Τότε ο Ανήλικος πρότεινε να πάνε σπίτι. Ο γατούλης δέχτηκε με άνεση μιας και δεν είχε και ζεστά σκεπάσματα στο δικό του ακόμα κι έξω έκανε ψύχρα.

Μερικές φορές, τα καλύτερα έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις. Η νύχτα κύλησε με 2 κορμιά αγκαλιασμένα, 2 ζευγάρια χείλη αχώριστα και 2 χέρια που δεν άφησαν το ένα το άλλο ούτε στιγμή. Ο Ανήλικος σκεφτόταν πως πριν λίγες ώρες, έβλεπε τη μοναξιά να του χτυπάει τη πόρτα και τώρα η αγκαλιά του ήταν γεμάτη από ένα γλυκό κι απαλό γατούλη. Άκουγε τους ήχους ευχαρίστησης που έβγαζε όταν αποζητούσε το χέρι του μέσα στα σκεπάσματα, ένοιωθε την καρδιά του να κάνει ήχους ταμπούρλου όταν αντί για τη κουβέρτα σκεπαζόταν με το χέρι του και όταν άνοιγε τα μάτια του και τα χείλη τους αγγίζονταν, απλώς ένοιωθε τη στιγμή..

Ξημέρωσε κι ο γατούλης πήγε σπίτι. Ο Ανήλικος είναι με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο και στη καρδιά, με μηδενική όρεξη για να φάει και μασάει τριντέντ με γεύση λαμαρίνα extra strong. Προσπαθεί να μην ενθουσιάζεται πολύ, προσπαθεί να δει τις κινήσεις του γατούλη. Προσπαθεί να συγκρατηθεί αλλά μάλλον, αυτό που καταφέρνει να κάνει είναι απλώς να κρύβει τον ενθουσιασμό απ' τον ίδιο του τον εαυτό.

Όπως και να'χει πάντως, αν βασιστεί στα προαισθήματά του, ο Ανήλικος έχει την εντύπωση πως από αυτή την ιστορία, θα αποκομίσει θετικά πράγματα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Δρόμος (2005)

Το νησί μου

Άνομοι