Έναν Δεκέμβρη




Έξω ο ήλιος έλαμπε. Κυριακή του Δεκέμβρη και οι γονείς είχαν ήδη συνεννοηθεί με φίλους για κάποια ταβέρνα. Ο μικρός Αλέξης θα πήγαινε πάλι μαζί τους. Άλλωστε αυτές ήταν οι τελευταίες φορές που θα πήγαινε μαζί τους.

Μεγάλωνε. Σε λίγο θα άρχιζε το άγχος για τις εξετάσεις και για το πανεπιστήμιο. Αυτές, ίσως να ήταν λίγες απ' τις εικόνες που θα κουβαλούσε μαζί του μια ζωή. Στιγμές της εφηβείας μέσα στην οικογένεια. Όνειρα, αγωνία κι άγχος, ήταν ακόμη μακριά. Αλλά πλησίαζαν απειλητικά. Ένοιωθε σαν μονομάχος στην αρένα, λίγο πριν αφήσουν τα θηρία ελεύθερα να τον κατασπαράξουν. Ο ήλιος έλαμπε αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό. Έτσι κάπως θα ήταν και το μέλλον του. Ο στόχος λαμπερός, αλλά τριγύρω του οι άνθρωποι κρύοι κι απρόσιτοι.

Μέσα στο αυτοκίνητο έπαιζε Αλεξίου. Όπως και τις περισσότερες φορές μέσα στο αυτοκίνητο των γονιών του. Η διαδρομή μικρή. Δεν έμενε δα και σε καμιά τεράστια πόλη. Το ταβερνάκι κοντά στη θάλασσα. Πάλι ψάρια. Τα σιχαινόταν τα ψάρια. Δεν πείραζε όμως. Θα έτρωγε κάτι με τους φίλους του το βράδυ. Πάντα τις Κυριακές βρίσκονταν για κάποιο παιχνίδι στον υπολογιστή ή για να σαχλαμαρίσουν άλλωστε. Μια βόλτα και γέλια πριν ξεκινήσει η καινούρια βδομάδα. Όπως όλα τα παιδιά άλλωστε.

Άφησε γονείς και γνωστούς στο τραπέζι και πήγε προς το λιμανάκι. Μια περίεργη ησυχία επικρατούσε μετά τη βαβούρα της ταβέρνας όπου ποτήρια και πιρούνια συναγωνίζονταν στο ποιος μπορεί να κάνει την περισσότερη φασαρία. Προχώρησε προς την προβλήτα. Στην πίσω πλευρά είχε μερικά βραχάκια. Άρχισε να σκαρφαλώνει ανάμεσα στους γλιστερούς και υγρούς βράχους μέχρι που κάθισε σε έναν απ' αυτούς. Το κρύο έβρισκε τον δρόμο του μέσα απ' τα χοντρό σκούρο μπλε μάλλινο πουλόβερ του.

Άφησε το βλέμμα του να χαθεί στην ταραγμένη θάλασσα του Δεκέμβρη. Στο μυαλό του πέρασε ο Αλέξης μετά από 15 χρόνια. Δεν ήξερε πως να τον φανταστεί. Αν θα ήταν πιο ψηλός, χωρίς μαλλιά, με γένια ή με γραβάτα. Αυτό που σκεφτόταν όμως, ήταν ότι θα ζούσε μια ζωή όπως θα την έχτιζε αυτός. Με παρέες, με λύπες και χαρές. Με μόχθο και με πινελιές ευτυχίας. Ήταν όμως ακόμη μικρός. Θα είχε καιρό να τα σκεφτεί αυτά.

Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει προς την ταβέρνα. Τα όνειρα συνέχισαν να υπάρχουν στο μυαλό του. Τα άφησε όμως για μια άλλη στιγμή. Έπρεπε να διαβάσει για αύριο. Το βράδυ δεν έπρεπε να αργήσει στο ραντεβού με τους φίλους του. Ο πατέρας του τον φώναζε απ' το παράθυρο. Η θάλασσα μύριζε αλάτι και πέλαγο. Ο χειμώνας ήταν ήδη εδώ. Σε λίγες μέρες θα ήταν Χριστούγεννα. Τι χαρά ένοιωθε που θα έκλειναν τα σχολεία! Χαμογέλασε. Τι όμορφος που ήταν όταν χαμογελούσε!

Ξάφνου, ακούστηκε ένας πυροβολισμός...

Τι όμορφα που ήταν, όταν ζούσε...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Δρόμος (2005)

Το νησί μου

Άνομοι