Ανήλικε, κουράγιο

Ήταν Ιούλης. Το '96 θαρρώ. Τότε που λυκειόπαις έστειλα ένα φαξ σε μια κατασκήνωση... Μόνος μου, χωρίς να το σκεφτώ, αίτηση ευγενική και πρόθυμη. Ήθελα να πάω την επόμενη χρονιά για σεζόν... Να ζήσω το όνειρο. Δεν έγινε ποτέ. Δεν ήμουν έτοιμος τότε. Δεν το κυνήγησα. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε.

Ήταν Ιούνης του 2016. Το όνειρο το έζησα. Άλλαξα τη ζωή μου. Πήρα άλλη ρότα. Άφησα σπουδές και Ιταλία και γύρισα. Γύρισα για ένα κάρο λόγους. Ένα κάρο βαρύ, ασήκωτο. Σαν αυτό του Μπρέχτ, που η Μάνα Κουράγιο κουβαλάει αγόγγυστα. Μέσα σ' αυτό το κάρο, είχα καλά φυλαγμένη μια από τις επιθυμίες μου.

Ήθελα να ξαναβρώ την γνώριμη οικειότητα που ένιωθα κάποτε. Τότε όταν μεγάλωνα στην εφηβεία μου στην Ελλάδα. Απλά. Με απλούς ανθρώπους. Σύνθετους στη σκέψη και μαλαματένιους στην καρδιά. Μια γνώριμη οικειότητα που μόνο όταν έχεις μεγαλώσει με κοινά βιώματα, νοοτροπίες και ερεθίσματα μπορείς να συνδυάσεις.

Στην Ιταλία ωρίμασα. Ωρίμασα δύσκολα. Στο κάρο μου κουβαλούσα τις αντιξοότητες, τις κρίσεις, την δύσκολη, δύστροπη, στρυφνή ανακάλυψη του εαυτού μου. Έναν έρωτα και μια τρωθείσα καρδιά. Το βάρος της αποκάλυψης στην οικογένειά μου το είχα ξεπεράσει. Το ξεπέρασαν κι αυτοί κατά κάποιο τρόπο. Κι όμως το κάρο ήταν γεμάτο.

Η σεζόν μου, η δική μου σεζόν, μου δώρησε θησαυρούς. Ναι, δεν νομίζω πως υπάρχει καταλληλότερη λέξη. Πλούτο ψυχής, πληρότητα συναισθημάτων, άγχη και επιτυχίες, αναγνώριση και εκτίμηση. Κι όμως, λίγα αντιλαμβανόμουν τότε. Λίγα όσο αφορά τα όσα τώρα, μετά από τρία ολόκληρα χρόνια μου αποκάλυψε το σύμπαν. Το σύμπαν που τόσο κατηγορώ και μέμφομαι όταν μου παίρνει πίσω όσα μου δίνει. Ή που νομίζω πως έτσι πράττει.

Στάθηκα καταλύτης για να ενωθεί ένα ζευγάρι. Ένα ζευγάρι τόσο ταιριαστό που δεν γινόταν αλλιώς. Ναι, τότε, στη σεζόν. Εκεί που σε ένα υπόγειο και οι τρεις μας κάναμε προετοιμασία για το εστιατόριο και σήκωνα με περηφάνια τον ροφό λες κι εγώ τον είχα ψαρέψει, για μια σέλφι.

Γνώρισα ένα από τα καλύτερα παιδιά του κόσμου που παρά την καταγωγή του, κάποιος θα περίμενε πως θα ήταν στενόμυαλος και απόμακρος - προστατεύοντας τον εαυτό του από τον συντηρητικό Έλληνα - μου έκανε την πιο ζεστή, αληθινή αγκαλιά όταν έφευγα, εκεί, δίπλα στα σεντόνια που έπλενε χωρίς σταματημό. Μου είπε "τι άνθρωπος είσαι εσύ". Αυτή τη φράση την κλείδωσα μέσα μου. Δεν θα την ξηλώσει τίποτα από την καρδιά μου. Όχι γιατί με κολάκευε. Ουδόλως. Μα γιατί μου την είπε αυτός.

Κάθε πρωί, μα κάθε πρωί, ο υψηλόμισθος πρακτικάριος - εγώ - καθόμουν για έναν καφέ σε ένα
μαγαζί στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου. Ήταν η ώρα που ηρεμούσα απόλυτα, πριν πάω στη δουλειά και ζήσω για άλλη μια μέρα την παράνοια του σέρβις. Το μαγαζί το είχε μια οικογένεια απ' αυτές που τις ζηλεύεις. Γονείς και παιδιά στον αγώνα της σεζόν. Εν μέσω κρίσης, άνοιγμα και ρίσκο. Κι όμως το χαμόγελο δεν το ξεκαρφίτσωναν από πάνω τους. Όχι κανένα δήθεν χαμόγελο. Ειλικρινές και ντόμπρο. Και ονειρεύονταν. Τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Ήταν το δικό μου λιμάνι εκείνο το καλοκαίρι.

Η τύχη τα έφερε να μένω με μια ψυχή. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε ψυχή. Ξέρεις τι συμβαίνει όταν κάνουν τσαφ δυο καλώδια; Ηλεκτρισμός. Ρεύμα. Ροή ενέργειας που δεν υπήρχε αλλά που βρήκε δίοδο να προχωρήσει επειδή τα καλώδια πλησίασαν. Μοιραστήκαμε κομμάτια από τις ψυχές μας μια νύχτα του καλοκαιριού, σε ένα δωμάτιο χωρίς φώτα, αντίκρυ ο ένας με τον άλλον. Μοιραστήκαμε πολλά, αμέτρητες ακόμα στιγμές αργότερα. Είδα στην ψυχή του, κομμάτια από την δική μου. Είδα στο μυαλό του, στροφές που το δικό μου κάρο είχε κάνει. Ξέρεις, στο 'χω ξαναπεί, Μάτια να διαβάζεις.

Τρία χρόνια μετά, πολλά άλλαξαν, χάνεσαι με κάποιους, δεν μιλάς πάντα με όλους όσους θα ήθελες.

Έκανα ένα ταξίδι στο χρόνο. Για 48 ώρες.

Ένα μπεμπέ μόλις είχε μπει στη θέση του και ωριμάζει μέχρι να έρθει η ώρα να μας χαμογελάσει σε κάποιους μήνες.

Αυτός ήταν εκεί, η αγκαλιά η ίδια, απαράλλαχτη. Το μυαλό πεντακάθαρο, ανοιχτό, ορθάνοιχτο και διψασμένο να μάθει τον κόσμο, το Σύμπαν. Ξέρεις πως είναι να νιώθεις ότι γνωρίζεις κάποιον για χρόνια; Σαν να είστε φίλοι από τότε που γεννηθήκατε. Κι ας γεννηθήκατε σε άλλες δεκαετίες, σε άλλα σύνορα.

Το λιμάνι μου ήταν εκεί. Τα χαμόγελά τους, πιο πλατιά. Σαν να ήμουν ο μακρινός συγγενής που ήρθε να τους δει. Μιλήσαμε για αέρηδες, κότερα, λιμάνια, καταστροφές και όνειρα. Και ήταν τόσο γεμάτο, τόσο αληθινό. Τα παιδιά μεγάλωσαν, ψήθηκαν κι άλλο. Βγάζω το καπέλο στους γονείς, έκαναν καλή, πολύ καλή δουλειά. Ξέρεις, τα παιδιά που δουλεύουν από μικρά σε τέτοια μέρη, ωριμάζουν τόσο γρήγορα, τόσο λαμπρά. Ίσως αυτό αποζητούσα κι εγώ τότε, το '96.

Η ψυχή με προσμονή και ένταση με συνάντησε. Τρία χρόνια μετά, στα ίδια μέρη, μια νύχτα του καλοκαιριού, σε ένα δωμάτιο χωρίς φώτα, αντίκρυ ο ένας με τον άλλον, κομμάτια από τις ψυχές μας ενώθηκαν και το σύμπαν μας διέτρεξε με όλη την ενέργεια που είχε. Σαν δυο καλώδια που ενώθηκαν δίνοντας δίοδο για μια ένωση αιώνια. Μια σχέση αίματος και πόνου κοινού. Χαμόγελου κι ελπίδας.

Το σύμπαν μου απέδειξε έμπρακτα πως όταν έχεις αρκετή υπομονή, αποκαλύπτει τα υπέρτατα. Τα αιώνια. Τα μοναδικά.

Δάκρυσα. Αληθινά. Έκλαψα.
Δεν μπορούσα να συγκρατήσω το συναίσθημα που με έπνιγε.

Κι αυτά τα δάκρυα ήταν από αστερόσκονη.

Ήταν κομμάτι κι αυτά του σύμπαντος που ένιωθε.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Δρόμος (2005)

Το νησί μου

Άνομοι