Όλα τριγύρω ακούνητα. Λάμπει ο ιδρώς της πέτρας, στο φως του φεγγαριού, Βλέμμα άγρυπνο, με βάρος σε κοιτάζει. Ακούραστη, και σιγανή η ανάσα της μετάξι βγάζει. Καρπός κοιλίας, αυτό κι εσύ. Παιδί και δίχτυ. Το φοβερό της τρομάζει κύημα. Απά στις πέτρες υπομονετικά υφαίνει ιστό. Πολύ πριν από σένα. Δεν είναι αγάπη αυτή που τις φτερούγες σου σταμάτησε.. Η ζεστασιά που νιώθεις στο αγκάλιασμα του ιστού, μαύρης αράχνης νήμα, μονάχα δηλητήριο είναι. Κλωστή της μαριονέτας που άκοπη έμεινε. Ακούνητος κι εσύ. Ασφάλεια νιώθεις. Μπορούσες να πετάξεις. Κι οι πτήσεις σου που έχασες για τώρα δεν σε νοιάζουν. Ποτάμι το φαρμάκι της μέσα στις φλέβες τρέχει. Ένα με το αίμα γίνεται κι αυτή σου το ρουφάει. Κι εσύ, η μαριονέτα επάνω σε πολύγωνο ιστό, μέλλον ρεμβάζεις, κι η δύναμή σου αιχμάλωτη, σβήνει.