Αφόρητη η ζυγαριά που ζύγισε, τα πρέπει. Και σκουριασμένη, κι ανακριβής και κρύα. Και βράδια θα αφουγκράζεσαι τριγμούς της. Στο ζύγι να μην κλέβεις, πρέπει. Κι όσα φτερά κι αν έβγαλες το ένα δώρο ήταν. Ετούτο αντίβαρο να βάζεις. Πρέπει. Ασήκωτη η Σισύφεια πέτρα είναι. Κι όλο πέφτει. Και δίχως κορυφή φαντάζει το ανηφόρι. Πρέπει. Το σπιτικό σου η αγάπη είναι κι αυτό πρέπει. Παράδειγμα ζωής να ακολουθείς, θα πρέπει. Κι ως τη γραμμή του ορίζοντα, όπως πρέπει. Στα θέλω, στα πρέπει, η πλάστιγγα που γέρνει; Κι αν πρέπει; Στον κυκεώνα των ονείρων σου, στα πρέπει χρυσό το δόντι χρόνου ασυμβίβαστου, γέρου με μπαστούνι που όλο τρέχει, να μην το μετανιώσεις, για τα πρέπει.