Τα Καλύτερά μας Χρόνια
Υπό τους ήχους του Μάνου Λοΐζου με τα Νέγρικα.
Έφηβος ο Τ. σαν όλους τους άλλους. Κάθε μέρα στο γυμνάσιο. Κάθε μέρα η άγρια φωνή της μητέρας, κι όμως τόσο τρυφερή παράλληλα.
-Τ. Ξύπνα! 8 η ώρα.
Άσχετο βέβαια αν ο δείχτης του ρολογιού είχε κατά άτι προσπεράσει την ένδειξη 30 στο ρολόι του τοίχου.
-Μμμμμμ
Νυσταγμένη και μαχμουρλίδικη η απάντηση του Τ. Από το μυαλό του χίλιες σκέψεις. Πώς θα πάει πάλι στο σχολείο. Τι καλά σήμερα να μην είχε. Να χιόνιζε, να έβρεχε, να γινόταν κάποιος κατακλεισμός, κάποια μεγάλη καταστροφή. Στην ανάγκη να γκρεμίζανε το Γυμνάσιο. Ευτυχώς τελείωναν οι μέρες και ερχόταν το Πάσχα.
Του κάκου.. 8 παρά 5 πετάχτηκε από το κρεβάτι, πιτσίλισε λίγο το πρόσωπό του με νερό, δεν ήπιε για πολλοστή φορά το γάλα του-που άλλωστε η μητέρα του είχε βαρεθεί πλεόν να ετοιμάζει άδικα-έριξε μια τελευταία ματιά στην τσάντα να δει αν όλα ήταν εκεί και έφυγε για το Γυμνάσιο.
8.10 η ώρα. Φτου! Πάλι θα αργήσει, σκέφτηκε.Με γρήγορο βήμα πέρασε από το σπίτι του Χ. Άραγε ξεκίνησε ήδη ή θα τον πετύχει κάπου στον δρόμο; Δεν φαινόταν πουθενά. Πήρε γρήγορα γρήγορα το δρόμο προς το σχολείο. Δίπλα του κι άλλα παιδία. Άγνωστα. Δεν ήταν κι από τα πιο κοινωνικά παιδιά άλλωστε. Δεν ήξερε τους πάντες από όλα τα γυμνάσια που συστεγάζονταν στον ίδιο αυλόγυρο.
Έφτασε. Πήγε γύρω γύρω από την πίσω πλευρά και χώθηκε κλεφτά στο τσούρμο με την χορωδία. Μια ομάδα που έψελνε κάθε μέρα μετά την προσευχή ένα τροπάριο. Ιδέα του πάτερ και θεολόγου του γυμνασίου.
Ο διευθυντής πάλι ανακοίνωνε κάτι για τους τοίχους και τα πόδια πάνω τους. Δεν τον ένοιαξε. Ποτέ δεν προκάλεσε άλλωστε κανέναν καθηγητή. Πάντα ήσυχος, ήρεμος, καλόβολος, με το ναι και το χαμόγελο στο στόμα. Ποτέ δεν τον ένοιαξε τι θα πουν τα άλλα παιδία. Δεν τα άκουγε άλλωστε. Δεν είχε και τόσες πολλές φιλίες. Απλά γελούσε και μιλούσε με 2,3 καλούς φίλους.
Πέρασε η πρώτη ώρα, η δεύτερη, έφτασε το τέλος. Εφτάωρο είχε. Ξεκίνησε για το σπίτι μαζί με τον Χ. Σιγά σιγά, μιλώντας, γελώντας, σχολιάζοντας, παιδικά, αστεία πράγματα, πρώτος σταθμός, το σπίτι του Χ. 2 η ώρα. Τα αστεία συνεχίζονταν, τα γέλια και η ανεμελιά. Το δέσιμο και η ξενοιασιά.
2.20
Ο Χ. μετά από ώρα προβληματισμού, ανεβαίνει τις σκάλες. Ο Τ. πηγαίνει σπίτι. Άργησε πάλι σήμερα.
Οι γονείς είχαν ήδη φάει. Ο πατέρας καθόταν στην αγαπημένη του θέση, αφοσιωμένος στη αγαπημένη του ασχολία. Ανάγνωση εφημερίδας και παρακολούθηση ειδήσεων στην τηλεόραση. Αλήθεια πώς αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα και τα δύο; Ήταν ένα από τα μυστήρια της φύσης που ποτέ δεν μπόρεσε ο Τ. να λύσει.
Έφαγε. Αχ αυτή η μαμά.. Πάλι το έκανε το θαύμα της.
Πήγε στο δωμάτιό του. Στις 6 έχει αγγλικά. Πρέπει να κάνει ένα σωρό ασκήσεις. Να διαβάσει γραμματική. Πόσο τη βαριέται τη γραμματική. Και η καθηγήτρια, όλο ερωτήσεις κάνει. Μα τι τους ενδιαφέρουν οι κανόνες. Βλακείες.. Αυτός μιλάει χωρίς να σκέφτεται τους κανόνες. Του βγαίνουν φυσικά.
Βάζει να ακούσει μουσική στο παλίο πικ-απ. Ψαχουλεύει τους δίσκους του πατέρα του που τους είχε μεταφέρει στο δωμάτιό του. Βρίσκει έναν δίσκο που κάτι του θύμιζε το εξώφυλλο. Τα Νέγρικα, έλεγε. Θυμήθηκε ότι και παλιά, όταν ακόμα ήταν στο νηπιαγωγείο, πριν ακόμα πάει η οικογένεια σε άλλη πόλη και γυρίσει πίσω στην ίδια, ψαχούλευε έτσι τους δίσκους. Τότε βέβαια οι δίσκοι δεν ήταν αυτοί. Ο μικρός Πρίγκιπας, Ντενεκεδούπολη, Λιλιπούπολη, Στρουμφάκια... Όμως κάποια στιγμή, στο ψαχούλεμα, είχε δει και αυτόν εδώ. Τον είχε ακούσει κιόλας!
Τον έβαλε να παίξει.
Τα τραγούδια ήταν όμορφα. Θλιβερά. επαναστατικά. Αντιρατσιστικά. Μιλούσαν για μαύρους που τους καταπίεζαν. Μιλούσαν για άντρες με χρυσές καρδιές και τον Τζο που πήγαινε στον πόλεμο. Τον δικαστή τον Μπέρντ. Ποιοί και γιατί, σκοτώσανε τον Τζον.
Το μυαλουδάκι του Τ. έπλαθε εικόνες βασισμένες σ' αυτά τα λόγια. Ένοιωθε λύπη, αναστάτωση, έλξη, πόνο... Ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Που δεν τον ενδιέφερε να εξηγήσει. Που απλώς τον έκαναν μελαγχολικό και ευτυχισμένο.
Τον άκουσε ξανά και ξανά. Μόνος. Στο δωμάτιο. Πήγε 5 η ώρα! Πω πω! Δεν προλάβαινε να κάνει της ασκήσεις πάλι. Έγραψε βιαστηκά ό,τι του ερχόταν στο μυαλό και στις 5.30 πήγε να βρει τον Χ. για να πάνε μαζί στα αγγλικά.
Πάλι στο δρόμο γέλια, ασυναρτησίες, εφεύρεση νέων λέξεων που μόνο αυτοί ήξεραν τι σήμαιναν.
Φεύγοντας, πήραν ξηρούς καρπούς. Η Άνοιξη έδειχνε το καλύτερό της πρόσωπο. Ο Τ. έβγαλε το μπουφαν του. Ζεσταινόταν. Περπατούσαν αργά τώρα... Δεν τους βίαζε κανένας. Μύριζαν αρώματα της κάθε αυλής που περνούσαν. Μασουλούσαν τους ξηρούς καρπούς. 100 δραχμές ο καθένας πήρε. Ίσα ίσα να φτάσουν μέχρι το σπίτι. Για άλλη μια φορά, κάτω από το σπίτι του Χ. σταμάτησαν. Σουρούπωνε. Ο Τ. έλεγε τα δικά του. Ο Χ. σκεφτόταν πως τώρα τη Μεγάλη Εβδομάδα, θα πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Χαιρόταν. Δεν το έδειχνε, αλλά χαιρόταν. Όταν άρχισε να χάνονται οι μορφές του ενός και του άλλου από τα μάτια τους, όταν το σκοτάδι πύκνωνε, είχε έρθει η ώρα να μαζευτούν σιγά σιγά.
Ο Τ. γύρισε σπίτι. Έπρεπε να διαβάσει και λίγο για το σχολείο. Δεν είχε καθόλου όρεξη. είχε ασκήσεις στα μαθηματικά και λίγες σελίδες θρησκευτικά. Ευτυχώς δεν είχε ιστορία. Πόσο μισούσε να μαθαίνει απ' έξω κείμενα. Ποτέ δεν διάβαζε ιστορία. Κι όμως, οι βαθμοί του ήταν πάντα καλοί. Άλλο ένα άλυτο μυστήριο της φύσης. Έκανε τις 3 από τις 4 ασκήσεις στα μαθηματικά. Άλλωστε αυτός κρατούσε τον κατάλογο με το ποιός έπρεπε να πει μάθημα. Θα έριχνε μια ματιά στο διάλειμμα στα θρησκευτικά.
Πήγε στην τηλεόραση πάλι. Ο Τ. ήταν άριστος μαθητής. Όχι γιατί διάβαζε. Μάλλον γιατί ήταν πάντα με μια πιο άρτια αντίληψη για τα πάντα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Θα πίστευε κανείς ότι είχε μέσον.
Έφτασε 11 η ώρα. Ήξερε πως στης 11 χτυπούσε το σιωπητήριο στο στρατόπεδο 3 τετράγωνα από το σπίτι του. Ίσχυε όμως και γι αυτόν και τον αδερφό του. Σήμερα δεν φοβόταν το βράδι. Θα κοιμόταν μόνος του. Ο καθένας στο δωμάτιό του.
Το Πάσχα έφτανε. Το βιβλιαράκι που είχε αγοράσει στο Δημοτικό με όλα τα κείμενα των ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας ήταν ήδη πάνω στο γραφείο. Πόσο περήφανα και προσεκτικά διάβαζε μέσα σ' αυτό τα λόγια του παπά και των ψαλτάδων. Πόση χαρά ένοιωθε όταν οι γιαγιούλες τον ρωτούσαν σε ποια σελίδα ήταν τώρα. Τη Δευτέρα πριν χτυπήσει η καμπάνα θα ήταν εκεί. Θα νήστευε κιόλας. Του το είχε μάθει η γιαγιά του. Κανόνας απαράβατος! Ένοιωθε αμαρτωλός γι' αυτά που σκεφτόταν. Γι' αυτά που έκανε μόνος του τις νύχτες στο κρεβάτι του.
Πόσα έχουν αλλάξει από τότε...
Αφιερωμένο στον Χ.
Έφηβος ο Τ. σαν όλους τους άλλους. Κάθε μέρα στο γυμνάσιο. Κάθε μέρα η άγρια φωνή της μητέρας, κι όμως τόσο τρυφερή παράλληλα.
-Τ. Ξύπνα! 8 η ώρα.
Άσχετο βέβαια αν ο δείχτης του ρολογιού είχε κατά άτι προσπεράσει την ένδειξη 30 στο ρολόι του τοίχου.
-Μμμμμμ
Νυσταγμένη και μαχμουρλίδικη η απάντηση του Τ. Από το μυαλό του χίλιες σκέψεις. Πώς θα πάει πάλι στο σχολείο. Τι καλά σήμερα να μην είχε. Να χιόνιζε, να έβρεχε, να γινόταν κάποιος κατακλεισμός, κάποια μεγάλη καταστροφή. Στην ανάγκη να γκρεμίζανε το Γυμνάσιο. Ευτυχώς τελείωναν οι μέρες και ερχόταν το Πάσχα.
Του κάκου.. 8 παρά 5 πετάχτηκε από το κρεβάτι, πιτσίλισε λίγο το πρόσωπό του με νερό, δεν ήπιε για πολλοστή φορά το γάλα του-που άλλωστε η μητέρα του είχε βαρεθεί πλεόν να ετοιμάζει άδικα-έριξε μια τελευταία ματιά στην τσάντα να δει αν όλα ήταν εκεί και έφυγε για το Γυμνάσιο.
8.10 η ώρα. Φτου! Πάλι θα αργήσει, σκέφτηκε.Με γρήγορο βήμα πέρασε από το σπίτι του Χ. Άραγε ξεκίνησε ήδη ή θα τον πετύχει κάπου στον δρόμο; Δεν φαινόταν πουθενά. Πήρε γρήγορα γρήγορα το δρόμο προς το σχολείο. Δίπλα του κι άλλα παιδία. Άγνωστα. Δεν ήταν κι από τα πιο κοινωνικά παιδιά άλλωστε. Δεν ήξερε τους πάντες από όλα τα γυμνάσια που συστεγάζονταν στον ίδιο αυλόγυρο.
Έφτασε. Πήγε γύρω γύρω από την πίσω πλευρά και χώθηκε κλεφτά στο τσούρμο με την χορωδία. Μια ομάδα που έψελνε κάθε μέρα μετά την προσευχή ένα τροπάριο. Ιδέα του πάτερ και θεολόγου του γυμνασίου.
Ο διευθυντής πάλι ανακοίνωνε κάτι για τους τοίχους και τα πόδια πάνω τους. Δεν τον ένοιαξε. Ποτέ δεν προκάλεσε άλλωστε κανέναν καθηγητή. Πάντα ήσυχος, ήρεμος, καλόβολος, με το ναι και το χαμόγελο στο στόμα. Ποτέ δεν τον ένοιαξε τι θα πουν τα άλλα παιδία. Δεν τα άκουγε άλλωστε. Δεν είχε και τόσες πολλές φιλίες. Απλά γελούσε και μιλούσε με 2,3 καλούς φίλους.
Πέρασε η πρώτη ώρα, η δεύτερη, έφτασε το τέλος. Εφτάωρο είχε. Ξεκίνησε για το σπίτι μαζί με τον Χ. Σιγά σιγά, μιλώντας, γελώντας, σχολιάζοντας, παιδικά, αστεία πράγματα, πρώτος σταθμός, το σπίτι του Χ. 2 η ώρα. Τα αστεία συνεχίζονταν, τα γέλια και η ανεμελιά. Το δέσιμο και η ξενοιασιά.
2.20
Ο Χ. μετά από ώρα προβληματισμού, ανεβαίνει τις σκάλες. Ο Τ. πηγαίνει σπίτι. Άργησε πάλι σήμερα.
Οι γονείς είχαν ήδη φάει. Ο πατέρας καθόταν στην αγαπημένη του θέση, αφοσιωμένος στη αγαπημένη του ασχολία. Ανάγνωση εφημερίδας και παρακολούθηση ειδήσεων στην τηλεόραση. Αλήθεια πώς αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα και τα δύο; Ήταν ένα από τα μυστήρια της φύσης που ποτέ δεν μπόρεσε ο Τ. να λύσει.
Έφαγε. Αχ αυτή η μαμά.. Πάλι το έκανε το θαύμα της.
Πήγε στο δωμάτιό του. Στις 6 έχει αγγλικά. Πρέπει να κάνει ένα σωρό ασκήσεις. Να διαβάσει γραμματική. Πόσο τη βαριέται τη γραμματική. Και η καθηγήτρια, όλο ερωτήσεις κάνει. Μα τι τους ενδιαφέρουν οι κανόνες. Βλακείες.. Αυτός μιλάει χωρίς να σκέφτεται τους κανόνες. Του βγαίνουν φυσικά.
Βάζει να ακούσει μουσική στο παλίο πικ-απ. Ψαχουλεύει τους δίσκους του πατέρα του που τους είχε μεταφέρει στο δωμάτιό του. Βρίσκει έναν δίσκο που κάτι του θύμιζε το εξώφυλλο. Τα Νέγρικα, έλεγε. Θυμήθηκε ότι και παλιά, όταν ακόμα ήταν στο νηπιαγωγείο, πριν ακόμα πάει η οικογένεια σε άλλη πόλη και γυρίσει πίσω στην ίδια, ψαχούλευε έτσι τους δίσκους. Τότε βέβαια οι δίσκοι δεν ήταν αυτοί. Ο μικρός Πρίγκιπας, Ντενεκεδούπολη, Λιλιπούπολη, Στρουμφάκια... Όμως κάποια στιγμή, στο ψαχούλεμα, είχε δει και αυτόν εδώ. Τον είχε ακούσει κιόλας!
Τον έβαλε να παίξει.
Τα τραγούδια ήταν όμορφα. Θλιβερά. επαναστατικά. Αντιρατσιστικά. Μιλούσαν για μαύρους που τους καταπίεζαν. Μιλούσαν για άντρες με χρυσές καρδιές και τον Τζο που πήγαινε στον πόλεμο. Τον δικαστή τον Μπέρντ. Ποιοί και γιατί, σκοτώσανε τον Τζον.
Το μυαλουδάκι του Τ. έπλαθε εικόνες βασισμένες σ' αυτά τα λόγια. Ένοιωθε λύπη, αναστάτωση, έλξη, πόνο... Ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Που δεν τον ενδιέφερε να εξηγήσει. Που απλώς τον έκαναν μελαγχολικό και ευτυχισμένο.
Τον άκουσε ξανά και ξανά. Μόνος. Στο δωμάτιο. Πήγε 5 η ώρα! Πω πω! Δεν προλάβαινε να κάνει της ασκήσεις πάλι. Έγραψε βιαστηκά ό,τι του ερχόταν στο μυαλό και στις 5.30 πήγε να βρει τον Χ. για να πάνε μαζί στα αγγλικά.
Πάλι στο δρόμο γέλια, ασυναρτησίες, εφεύρεση νέων λέξεων που μόνο αυτοί ήξεραν τι σήμαιναν.
Φεύγοντας, πήραν ξηρούς καρπούς. Η Άνοιξη έδειχνε το καλύτερό της πρόσωπο. Ο Τ. έβγαλε το μπουφαν του. Ζεσταινόταν. Περπατούσαν αργά τώρα... Δεν τους βίαζε κανένας. Μύριζαν αρώματα της κάθε αυλής που περνούσαν. Μασουλούσαν τους ξηρούς καρπούς. 100 δραχμές ο καθένας πήρε. Ίσα ίσα να φτάσουν μέχρι το σπίτι. Για άλλη μια φορά, κάτω από το σπίτι του Χ. σταμάτησαν. Σουρούπωνε. Ο Τ. έλεγε τα δικά του. Ο Χ. σκεφτόταν πως τώρα τη Μεγάλη Εβδομάδα, θα πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Χαιρόταν. Δεν το έδειχνε, αλλά χαιρόταν. Όταν άρχισε να χάνονται οι μορφές του ενός και του άλλου από τα μάτια τους, όταν το σκοτάδι πύκνωνε, είχε έρθει η ώρα να μαζευτούν σιγά σιγά.
Ο Τ. γύρισε σπίτι. Έπρεπε να διαβάσει και λίγο για το σχολείο. Δεν είχε καθόλου όρεξη. είχε ασκήσεις στα μαθηματικά και λίγες σελίδες θρησκευτικά. Ευτυχώς δεν είχε ιστορία. Πόσο μισούσε να μαθαίνει απ' έξω κείμενα. Ποτέ δεν διάβαζε ιστορία. Κι όμως, οι βαθμοί του ήταν πάντα καλοί. Άλλο ένα άλυτο μυστήριο της φύσης. Έκανε τις 3 από τις 4 ασκήσεις στα μαθηματικά. Άλλωστε αυτός κρατούσε τον κατάλογο με το ποιός έπρεπε να πει μάθημα. Θα έριχνε μια ματιά στο διάλειμμα στα θρησκευτικά.
Πήγε στην τηλεόραση πάλι. Ο Τ. ήταν άριστος μαθητής. Όχι γιατί διάβαζε. Μάλλον γιατί ήταν πάντα με μια πιο άρτια αντίληψη για τα πάντα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Θα πίστευε κανείς ότι είχε μέσον.
Έφτασε 11 η ώρα. Ήξερε πως στης 11 χτυπούσε το σιωπητήριο στο στρατόπεδο 3 τετράγωνα από το σπίτι του. Ίσχυε όμως και γι αυτόν και τον αδερφό του. Σήμερα δεν φοβόταν το βράδι. Θα κοιμόταν μόνος του. Ο καθένας στο δωμάτιό του.
Το Πάσχα έφτανε. Το βιβλιαράκι που είχε αγοράσει στο Δημοτικό με όλα τα κείμενα των ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας ήταν ήδη πάνω στο γραφείο. Πόσο περήφανα και προσεκτικά διάβαζε μέσα σ' αυτό τα λόγια του παπά και των ψαλτάδων. Πόση χαρά ένοιωθε όταν οι γιαγιούλες τον ρωτούσαν σε ποια σελίδα ήταν τώρα. Τη Δευτέρα πριν χτυπήσει η καμπάνα θα ήταν εκεί. Θα νήστευε κιόλας. Του το είχε μάθει η γιαγιά του. Κανόνας απαράβατος! Ένοιωθε αμαρτωλός γι' αυτά που σκεφτόταν. Γι' αυτά που έκανε μόνος του τις νύχτες στο κρεβάτι του.
Πόσα έχουν αλλάξει από τότε...
Αφιερωμένο στον Χ.
Ηταν όντως τα καλύτερα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ αναρωτιέμαι
Anyway..
χε χε , νοσταλγίες...και παιδικές αμαρτίες...ελπίζω τώρα που μεγάλωσε να μην νίωθει πια αμαρτωλός, μια που κάνει χειρότερα ...
ΑπάντησηΔιαγραφή