Οι πρώτες σειρήνες ασθενοφόρων άρχισαν να ηχούν ανατριχιαστικά γρήγορα, σημάδι πως ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας ήταν σε ετοιμότητα και ανέμενε κάτι τέτοιο. Ο Ανήλικος αφού συνήλθε λίγο από το πρώτο ταρακούνημα, πήγε τρέχοντας να βρει τις φίλες και γειτόνισσες του για να δει αν ήταν καλά. Οι καημένες, μόλις είχαν κοιμηθεί και ο εγκέλαδος τις βρήκε στο κρεβάτι. Ευτυχώς ήταν καλά. Είχαν βγει κι αυτές με τις πυτζάμες έξω, με ένα κινητό στο χέρι, ένα μπουφάν και με το βλέμμα αναστατωμένο και τρομαγμένο. Αφού σιγουρεύτηκε πως ήταν καλά, ο Ανήλικος τις άφησε και πήγε προς το σπίτι του για να δει, μόνο απ' έξω φυσικά, αν είχε ρωγμές. Έτσι όπως είχε τρέξει την ώρα του σεισμού, δεν είχε γυρίσει το βλέμμα ούτε στιγμή προς τα πίσω. Το σπίτι θα μπορούσε να είχε πέσει, να είχε γκρεμιστεί, αλλά η ανάγκη για επιβίωση ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μια μικρή μονοκατοικία ήταν το σπίτι του. Χτισμένο κάποια στιγμή πριν τουλάχιστον εξήντα χρόνια, ανακαινισμένο όμως σχετικά πρόσφατα και θωρακισμένο...