ΕΛΕΝΗ
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε
να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Αηδόνι ντροπαλό,
μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική
δροσιά του δάσους,
στα χωρισμένα σώματα
και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν,
πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς
μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες
δε θα τολμούσα να πω φιλήματα
και το πικρό τρικύμισμα
της ξαγριεμένης σκλάβας.
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε
να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Ποιες είναι οι Πλάτρες;
Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας
ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους,
καινούργιες τρέλες
των ανθρώπων ή των θεών.
Η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί
ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι
Το φεγγάρι βγήκε
απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη,
τώρα πάει να‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού..
κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο
τοξότης το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε. Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα
στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν
οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες
κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσά τους
-ποιος θα το ‘λεγε-
η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε
χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου,
την άγγιξα, μου μίλησε:
“Δεν είν’ αλήθεια,
δεν είν’ αλήθεια” φώναζε.
“Δεν μπήκα
στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα
την αντρειωμένη Τροία”.
Με το βαθύ στηθόδεσμο,
τον ήλιο στα μαλλιά,
κι αυτό το ανάστημα,
ίσκιοι και χαμόγελα παντού..
στους ώμους, στους μηρούς,
στα γόνατα
ζωντανό δέρμα..
και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε
σα να ήταν πλάσμα ατόφιο
κι εμείς σφαζόμασταν,
για την Ελένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος είχε πέσει
στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας
στα σαγόνια της γης
τόσες ψυχές δοσμένες
στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν
μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα
για μια νεφέλη,
μιας πεταλούδας τίναγμα,
το πούπουλο ενός κύκνου,
για ένα πουκάμισο αδειανό,
για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι,
τ’είναι θεός; τι μη θεός;
και τι τ’ ανάμεσό τους;
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε
να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει
την πατρίδα, άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια..
πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως
οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος,
ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας
ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος
, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο
να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του
ν’ ακούσει μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε,
πως τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό,
για μιαν Ελένη.
Γιώργος Σεφέρης
|
ELENA
Usignolo pudico, tu doni, nel respiro delle foglie,«A Platres non ti fanno dormire gli usignoli» la musica rugiada della selva ai separati corpi, all’anima di chi sa bene che non tornerà. Cieca voce, che tenti, nella memoria dove annota, passi e gesti – non oso dire baci – e l’amaro tumulto della schiava esacerbata. «A Platres non ti fanno dormire gli usignoli» Platres! Cos’è? Quest’isola chi la conosce? Ho vissuto una vita udendo nomi inauditi: luoghi nuovi, follie nuove degli uomini o degli dei. La mia sorte che fluttua fra la suprema spada d’un Aiace e un’altra Salamina m’ha trascinato in questo litorale. La luna è uscita come Afrodite dal mare: ha sbiadito le stelle del Sagittario, mira al cuore dello Scorpione e già tramuta tutto . Dov’è la verità? Ero anch’io “sagittario” alla guerra: il mio destino,quello d’un uomo che fallì bersagli. Usignolo poetico, era così la notte, sulle rive di Proteo: t’udirono le schiave spartane, e trassero lamento: fra loro – chi l’avrebbe detto? – Elena! Quella cui lunga caccia demmo sullo Scafandro. Era sugli orli del deserto. La toccai, mi parlò: «Non è vero» gridava «non è vero. Non andai sulla nave azzurroprora. Piede non posi mai sulla gagliarda Troia». Altocinta, col sole nei capelli, e quel suo portamento, ombre e sorrisi ovunque sugli omeri sui fianchi sui ginocchi, pelle viva, e quegli occhi con le palpebre immense, era là, sulla proda d’un Delta. E a Troia? Nulla, nulla a Troia – un fantasma. Volontà degli dei. E Paride giacque con un’ombra quasi che fosse cosa salda; e noi ci sgozzammo per Elena, dieci anni. Sulla Grecia piombò grave travaglio. Tanti corpi gittati Nelle fauci del mare, nelle fauci della terra, e le anime consegnate alla mole, come grano. I fiumi si gonfiavano, tra la melma, di sangue per un fluttuare di lino, una nuvola, per uno scarto di farfalla, una piuma di cigno, per una spoglia vuota, per un’Elena. E mio fratello? Usignolo usignolo usignolo, che cos’è dio? Cosa non dio? Che cosa tra l’uno e l’altro?
«A Platres non ti fanno
Giorgio Seferisdormire gli usignoli» Flebile uccello, a Cipro baciata dal mare che m’evoca – è la mia sorte – la patria sono approdato solo, con questa bella favola, se è vero che l’uomo più non trovera’ l’inganno antico degli dei; se è vero che a gran distanza d’anni, un altro Teucro un altro Aiace, o un Priamo o un’Ecuba o un anonimo ignoto, che abbia visto tuttavia traboccare di corpi uno Scafandro, non abbia questa sorte nel suo fato: di sentire arrivare messaggeri con la nuova che tanto travaglio, tante vite sono finiti nel baratro per una spoglia vuota,per un’Elena. Trad. F. M. Pontani |
:) Καλημέρα! Γνωστό το ποίημα από τα χρόνια του Λυκείου.. τα ιδανικά μας!
ΑπάντησηΔιαγραφή