Άμαξα της λήθης - 1
«Πόση σκόνη μπορεί να έχει επάνω της μια κορνίζα;» αναρωτήθηκε ο Μάρκος σφουγγίζοντας το πλαίσιο του πίνακα με την άμαξα που τρέχει σε κάποια Ρωσική στέπα, με το καθαρό λευκό πανί. Το σπίτι είχε μείνει κλειστό από το θάνατο της γιαγιάς. Δεν είχε προλάβει να το συγυρίσει. Τώρα όμως είχε φτάσει καλοκαίρι και για το παραθαλάσσιο σπίτι της γιαγιάς, εκεί κάπου ανάμεσα στη διαδρομή από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Νέα Χιλή, είχε φτάσει η στιγμή να καθαριστεί, να βαφτεί και να ετοιμαστεί ώστε να ξυπνήσουν και πάλι οι χαρούμενες και ζωντανές φωνές στην αυλή των παιδικών του χρόνων. Ο πίνακας που απεικόνιζε μια πρασινωπή άμαξα με δυο επιβάτες και δυο άλογα, που απαντούσαν νευρικά στις στράκες του μαστίγιου, ήταν πάντα εκεί. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του να έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς για να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές του. Και πάντα αναρωτιόταν τι ήθελε ένα χειμερινό τοπίο σε ένα καθαρά καλοκαιρινό σπίτι. «Γιατί είναι χειμώνας στον πίνακα γιαγιά;» συνήθιζε να ρωτάει ο Μά...