Άμαξα της λήθης - 1

«Πόση σκόνη μπορεί να έχει επάνω της μια κορνίζα;» αναρωτήθηκε ο Μάρκος σφουγγίζοντας το
πλαίσιο του πίνακα με την άμαξα που τρέχει σε κάποια Ρωσική στέπα, με το καθαρό λευκό πανί.
Το σπίτι είχε μείνει κλειστό από το θάνατο της γιαγιάς. Δεν είχε προλάβει να το συγυρίσει. Τώρα
όμως είχε φτάσει καλοκαίρι και για το παραθαλάσσιο σπίτι της γιαγιάς, εκεί κάπου ανάμεσα στη
διαδρομή από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τη Νέα Χιλή, είχε φτάσει η στιγμή να καθαριστεί, να
βαφτεί και να ετοιμαστεί ώστε να ξυπνήσουν και πάλι οι χαρούμενες και ζωντανές φωνές στην
αυλή των παιδικών του χρόνων.
Ο πίνακας που απεικόνιζε μια πρασινωπή άμαξα με δυο επιβάτες και δυο άλογα, που απαντούσαν
νευρικά στις στράκες του μαστίγιου, ήταν πάντα εκεί. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του να
έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς για να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές του. Και πάντα αναρωτιόταν
τι ήθελε ένα χειμερινό τοπίο σε ένα καθαρά καλοκαιρινό σπίτι.
«Γιατί είναι χειμώνας στον πίνακα γιαγιά;» συνήθιζε να ρωτάει ο Μάρκος με ένα ροδάκινο στο χέρι
τα μεσημέρια του Αυγούστου.
«Ο πίνακας αυτός παιδί μου είναι της προγιαγιάς σου, δηλαδή της μάνας μου. Και της τον έδωσε
ένας ωραίος νέος με μουστάκι.» απαντούσε πάντα η γιαγιά, χωρίς να λέει κάτι παραπάνω. Κι ο
Μάρκος συνέχιζε να γλυφοτρώει το ροδάκινο.
Το πίσω μέρος του πίνακα ήταν καλυμμένο με χοντρό χαρτόνι. Όπως τον γύρισε για να τον
καθαρίσει ο Μάρκος, πρόσεξε πως κοντά στην κάτω δεξιά γωνία είχε γραμμένο με αχνά μολυβιά
γράμματα:

Στην Άννα
0328
αλλιώς στο Πασαλίκι

Ο Μάρκος είχε ακουστά για το Πασαλίκι. Το είχαν γκρεμίσει πριν από περίπου 20 χρόνια. Χτισμένο
με λεφτά από παράνομη φορολογία των πολιτών του δήμου του Δεδεαγάτς, πριν ακόμα η πόλη
πάρει το σημερινό όνομά της, ήταν διοικητήριο και κατάλυμα του Πασά της περιοχής επί
τουρκοκρατίας. Σήμερα όμως δεν υπήρχε. Στη θέση του ο στρατός είχε χτίσει το κτίριο της 12 ης
μεραρχίας.
Λίγο πριν πεθάνει η γιαγιά τον έβαλε να υποσχεθεί πως ό,τι και να συμβεί, ό,τι και να γίνει, δεν θα
έπρεπε να πουλήσει ποτέ αυτόν τον πίνακα. Έτσι της είχε πει να κάνει η μητέρα της, έτσι έπρεπε να
κάνουν και αυτοί που θα τον κληρονομούσαν. Έπρεπε να μείνει στην οικογένεια.
«Η άμαξα με την αγάπη πρέπει να μείνει σε εσάς. Έτσι το ήθελε εκείνη» του είπε.
«Εκείνη» ήταν η Άννα, η προγιαγιά του. Κι αυτός, αν και ανήσυχη φύση, δεν είχε ποτέ δει το πίσω
μέρος του πίνακα. Περίεργο. Τώρα όμως ήθελε να μάθει ποιος ήταν ο μυστηριώδης νέος. Πώς είχε
έρθει αυτός ο πίνακας στην οικογένειά του; Και γιατί η προγιαγιά Άννα έδωσε τέτοια εντολή;

Μέρος διηγήματος μου που δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις iWrite το 2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Δρόμος (2005)

Απορία

C2H6O